- οὔλωσις
- οὔλωσις, εως, ἡ,A cicatrization, Gal.18(2).598, Eust.1199.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ούλωσις — οὔλωσις, ἡ (ΑΜ) [ουλώ (II)] σχηματισμός ουλής, επούλωση, θεραπεία έλκους ή τραύματος … Dictionary of Greek
οὔλωσις — cicatrization fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὔλωσιν — οὔλωσις cicatrization fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλώσεως — οὐλώσεω̆ς , οὔλωσις cicatrization fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)